παρωνύμιος

παρωνύμιος
-ον, ΜΑ [παρώνυμος]
το ουδ. ως ουσ.
νεοελλ.
τὸ παρωνύμιο
όνομα που προστίθεται στο προσωπικό όνομα για λόγους σκωπτικούς ή για να διευκολύνεται η διάκριση μεταξύ ατόμων με το ίδιο ονοματεπώνυμο ή πατρώνυμο, κν. παρατσούκλι, παράνομα, παρανόμι
αρχ.-μσν.
επώνυμο, επωνυμία
αρχ.
1. όνομα που παράγεται από άλλο με μικρή αλλαγή
2. όνομα με μικρή αλλαγή στην έννοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρωνύμιον — παρωνύμιος deviating from the sense masc/fem acc sg παρωνύμιος deviating from the sense neut nom/voc/acc sg παρωνυμέω to be of like signification with imperf ind act 3rd pl (doric) παρωνυμέω to be of like signification with imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμίοισι — παρωνύμιος deviating from the sense masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) παρωνυμέω to be of like signification with pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμιάζω — Α [παρωνύμιος] ονομάζω κάτι με παράγωγο όνομα …   Dictionary of Greek

  • παρωνύμιο — το βλ. παρωνύμιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”